- δουλευέτωσαν
- пусть служат
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
δουλευέτωσαν — δουλεύω to be a slave pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)